Δυο κουμπαράκια τα σπασαν
και γίνηκε αντάρα
κι όσοι τους γνωρίζουνε
πήρανε την τρομάρα
ο ένας είν΄μηχανικός
κι ο άλλος αβουκάτης
κι οι δυο μαζί μας φαίνονται
Ο Μάρτης και ο Γδάρτης
Πλακώθηκαν, μαδήθηκαν
σκοτώνονται, μαλώνουν
κι όποιος μπαίνει ανάμεσα
τον σκίζουν, τον δαγκώνουν
Γιατί όμως γινήκανε
από δυο χωριά χωριάτες
και τώρα πια δεν μιλούν
και γίνονονται παράτες;
Γιατί ο γδάρτης ήθελε
να γίνει αυτός βεζύρης
κι ο άλλος δεν τ' ανέχτηκε
μιας είναι αυτός ο κύρης
Ο Γδάρτης τότε πείσμωσε
τ' ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι
κοκκίνησε, πρασίνησε
ξανά μανά και πάλι
Το πείσμα του τον έφτασε
να πάει στην άλλη άκρη
να τον χτυπάει αλύπητα
να χύνει μαύρο δάκρυ
Έχασε τα προνόμοια
χαθήκανε οι δόξες
το μόνο που του έμεινε
είναι οι παλιές οι λόξες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου