Ένα ανοιξιάτικο πρωινό
του Μάη ήτανε θαρρώ
ξεκάμπσε η Μαριόγκα
με τη γαμψή μυτόγκα
Φορούσε κόκκινο ταγιέρ
με κόκκινο γοβάκι
έφερνε γύρα τα χωριά
το έρμο το Μαράκι
Μες τα λιοστάσια έτρεχε
το βόιδι της να ζέψει
να μάσει ψήφους γλήγορα
πρωτού να ξεπεζέψει
Το βλάχο σαν αντίκρυσε
πέρα στη Μακρυνεία
πήγε και τονε ρώτησε
που είναι η συντεχνία;
Εκείνου του καλάρεσε
την είδε κορδωμένη
της είπε "για ξεπέζεψε
και σκύψε ευλογημένη"
Εκείνη δεν ξαφνιάστηκε
την ψήφο του ζητούσε
τι άλλο κακό να πάθαινε
σαν της τον ακουμπούσε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου